γυρμένος

γυρμένος
η , ο см. γερτός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γυρμένος" в других словарях:

  • γυρμένος — η, ο ο γερμένος …   Dictionary of Greek

  • γερμένος — και γυρμένος, η, ο βλ. γέρνω …   Dictionary of Greek

  • μαμουριάζω — [μαμούρης] συστέλλομαι, ζαρώνω, κακομοιριάζω σαν μαμούρης («έν τονε μαμουριασμένος στα γραψίματα γυρμένος», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»